- -λογία
- (AM -λογία)β' συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε -λόγος ή από ρ. σε -λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με τη σημασία του «συλλέγω» (πρβλ. ανθολογία, στρατολογία). Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν πολλοί αντιδάνειοι νεοελλ. επιστημονικοί όροι (βιολογία, δερματολογίαπρβλ. γαλλ. biologie, dermatologie), όπου η κατάληξη -logie < λατ. -logia < -λογία. Στη δεύτερη περίπτωση εξάλλου ανήκουν ορισμένα νεοελλ. περιληπτικά ουσιαστικά σε -λογιά (πρβλ. ανεμοβλογιά, φτωχολογιά).Σύνθετα σε -λογία: αγγειολογία, αισχρολογία, αιτιολογία, ακαιρολογία, ακριβολογία, ακυρολογία, αληθινολογία, αμφιλογία, αναισθησιολογία, αναλογία, ανθολογία, ανομολογία, αντιλογία, απεραντολογία, απολογία, αργυρολογία, αρχαιολογία, αστειολογία, αστρολογίαβαττολογία, βοτανολογία, βραχυλογίαγαστρολογία, γενεαλογία, γνωμολογίαδασμολογία, δεινολογία, δευτερολογία, δικαιολογία, δισσολογία, δογματολογία, δοξολογίαεικονολογία, εικοτολογία, ελεεινολογία, εναντιολογία, ετυμολογία, ευλογίαηδυλογίαθεολογίαιερολογίακαινολογία, κακολογία, καλιλλογία, καρπολογία, κενολογία, κοινολογίαλεπτολογίαμακρολογία, ματαιολογία, μετεωρολογία, μετρολογία, μικρολογία, μυθολογία, μωρολογίαοινολογία, ομολογία, οστεολογία, οστολογίαπαθολογία, παλιλλογία, παραδοξολογία, παραλογία, πεζολογία, περιαυτολογία, περισσολογία, πιθανολογία, πολυλογία, προσομολογίασεμνολογία, σπερμολογία, σπουδαιολογία, στρατολογία, συνομολογίαταυτολογία, τερατολογία, τετραλογία, τεχνολογία, τριλογία, τροπολογίαυμνολογία, υστερολογίαφιλολογία, φλυαρολογία, φορολογία, φυσιολογίαχρησμολογία, χρηστολογία, χρονολογία, χυδαιολογίαψευδολογίααρχ.αγωνολογία, αειλογία, αλλοτριολογία, αμουσολογία, ανθομολογία, απειρολογία, αρεταλογία, αρτιλογίαβλαστολογία, βραδυλογίαγενεθλιαλογία, γενεολογία, γλισχρολογία, γραολογίαδειπνολογία, δεκατηλογία, οικολογία, διλογία, διομολογία, διπλασιολογίαεικαιολογία, ετερολογία, ευθυλογία, ευρησιλογίαηρωολογίαιατρολογία, ιδιολογία, ισολογίακαθομολογία, καρφολογία, κομπολογία, κορμολογία, κουφολογία, κριθολογία, κρισιολογία, κυριολογίαλεσχολογία, λιθολογίαμεταξυλογία, μισθολογία, μισολογίαξενολογία, ξηρολογίαοικτρολογία, ομοιολογία, ορθολογία, οψολογίαπαραμολογία, πειθανολογία, πικρολογία, πονηρολογία, προαναλογία, προλογία, προομολογία, πρωτολογίαραγολογίασιτολογία, σιφωνολογία, σκοτεινολογία, στιχολογίαταπεινολογίαυπεναντιολογία, υψηλολογίαφανερολογία, φυλλολογίαχορτολογίαψαλμολογία, ψηφολογία, ψυχρολογίαωρολογίανεοελλ.αβρολογία, αγιολογία, αδενολογία, αερολογία, αιγυπτιολογία, αιματολογία, αισθηματολογία, ακριτολογία, ακτινολογία, αληθολογία, αλλοτριολογία, αμετρολογία, ανακριβολογία, ανεκδοτολογία, ανεμολογία, ανθρωπολογία, αξιολογία, αοριστολογία, απλολογία, αποκρυφολογία, αραβολογία, αρετολογία, αρθρολογία, αριθμολογία, αρτηριολογία, ασεμνολογία, ασημαντολογία, ασσυριολογία, αφροδισιολογία, αχρειολογίαβαθμολογία, βακτηριολογία, βαλκανιολογία, βαναυσολογία, βιολογία, βυζαντινολογίαγαλακτολογία, γεροντολογία, γεωανθρωπολογία, γεωλογία, γλωσσολογία, γνωσιολογία, γραμματολογία, γραφολογία, γυναικολογίαδαιμονολογία, δασολογία, δεοντολογία, δερματολογία, δημολογία, δημοσιολογία, διαιτολογία, διαλεκτολογία, διεθνολογία, δραματολογία, δυσαναλογίαεβραιολογία, εγκληματολογία, εδαφολογία, εθνολογία, εθνοψυχολογία, εθολογία, ειδησεολογία, ελαφρολογία, εμβληματολογία, εμβρυολογία, εμπορευματολογία, εμποριολογία, ενδοκρινολογία, ενζυμολογία, εννοιολογία, εντομολογία, επιγραφολογία, επιδημιολογία, επιστημολογία, επιχειρηματολογία, ερπετολογία, εσχατολογία, ετοιμολογία, ευθυμολογία, ευθυνολογία, ευφυολογίαζωοβιολογία, ζωολογίαηθικολογία, ηλεκτρολογία, ηπατολογία, ηφαιστιολογίαθανατολογία, θρηνολογία, θρησκειολογία, θριαμβολογίαιδεολογία, ινδολογία, ιστολογία, ιχθυολογίακαθαρολογία, καθηκοντολογία, καλολογία, καρδιολογία, καρκινολογία, καυχησιολογία, κινδυνολογία, κινησιολογία, κλιματολογία, κοινωνιολογία, κοιτασματολογία, κομψολογία, κοπρανολογία, κοπρολογία, κοσμολογία, κρανιολογία, κυτταρολογίαλαοψυχολογία, λαρυγγολογία, λασπολογία, λεξικολογία, λεξιλογία, ληρολογία, λιμνολογίαμεθοδολογία, μεταλλειολογία, μηχανολογία, μικροβιολογία, μοναδολογία, μορφολογία, μουσικολογία, μυκητολογία, μυολογία, μυστηριολογίαναυτολογία, νεκρολογία, νεολογία, νευρολογία, νευροπαθολογία, νεφρολογία, νομισματολογία, νομολογία, νοσολογίαοδοντολογία, οικοσημολογία, ολιγολογία, ονειρολογία, ονοματολογία, οντολογία, ορνιθολογία, ορολογία, ορυκτογεωλογία, ορυκτολογία, οστρακολογία, ουρολογία, οφθαλμολογίαπαιδολογία, παλαιοβιολογία, παλαιοντολογία, παπυρολογία, παραμυθολογία, παραψυχολογία, παρελθοντολογία, παρετυμολογία, πατρολογία, περιττολογία, πετρολογία, πλιατσικολογία, πλουτολογία, ποινικολογία, πολιτειολογία, πολιτικολογία, πολιτισμολογία, ποσολογία, προχειρολογία, πυρετολογίαραδιοβιολογία, ραδιολογία, ρινολογία, ρουσφετολογία, ρυθμολογίασεισμολογία, σηματολογία, σημασιολογία, σκελετολογία, σλαβολογία, σοβαρολογία, σοβιετολογία, σπερματολογία, σπηλαιολογία, σπλαγχνολογία, στατιστικολογία, στοιχειολογία, στοματολογία, συμπτωματολογία, συμφεροντολογία, συνθηκολογία, συνθηματολογία, συνταγολογία, σωματολογία, σωτηριολογίατελεολογία, τελολογία, τοξικολογία, τραυματολογία, τριτολογίαυπολογία, υγειολογία, υγιεινολογία, υδατολογία, υδροβιολογία, υδρολογία, υφολογίαφαιδρολογία, φαινομενολογία, φαρμακολογία, φημολογία, φθισιολογία, φθογγολογία, φιλμολογία, φρασεολογία, φρενολογία, φρενοπαθολογία, φυματιολογία, φυτοβιολογία, φυτολογία, φωνολογίαχαριτολογία, χατιρολογία, χρηματολογία, χριστολογία, χωρολογίαψιλολογία, ψυχοβιολογία, ψυχολογία, ψυχοφυσιολογίαωολογία, ωτολογία, ωτορρινολογία].
Dictionary of Greek. 2013.